- γουβιάζω
- και γουβώνω [γούβα]1. κοιλαίνω2. κοιλαίνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γουβιάζω — γούβιασα, γουβιασμένος 1. μτβ., βαθουλώνω, κοιλαίνω κάτι: Η βροχή γούβιασε το δρόμο. 2. αμτβ., γίνομαι κοίλος, βαθουλός: Γούβιασε το χώμα από το νερό που ρίξαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουφώνω — κούφωσα, κουφώθηκα, κουφωμένος 1. κοιλαίνω κάτι, το γουβιάζω. 2. κοιλαίνομαι, γουβιάζω: Κούφωσαν τα δόντια μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγούβιαστος — η, ο [γουβιάζω] ο άγουβος* … Dictionary of Greek
γουβώνω — βλ. γουβιάζω … Dictionary of Greek
γουβώνω — γούβωσα, γουβώθηκα, γουβωμένος, γουβιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιλαίνω — κοίλανα, κοιλάνθηκα, βαθουλώνω κάτι, το γουβιάζω: Κοίλανα το ξύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)